Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το συγκρότημα

См. также в других словарях:

  • συγκρότημα — organization neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρότημα — το, ΝΜΑ [συγκροτῶ] άθροισμα πραγμάτων σε μεθοδική διάταξη νεοελλ. 1. σύνολο, ιδίως κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη ολότητα («οικοδομικό συγκρότημα») 2. σύνολο βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο κέντρο… …   Dictionary of Greek

  • συγκρότημα — το 1. σύνολο πραγμάτων που βρίσκονται σε κανονική διάταξη: Κοντά στη θάλασσα υψώθηκε ένα σύγχρονο ξενοδοχειακό συγκρότημα. 2. ομάδα ατόμων με καθορισμένους σκοπούς: Στη γιορτή του κόμματος εμφανίστηκαν λαϊκά μουσικά συγκροτήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών …   Dictionary of Greek

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκινητοδρόμιο — Συγκρότημα μόνιμων εγκαταστάσεων, που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη διεξαγωγή αγώνων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Το α. αποτελείται από έναν στίβο (πίστα), που συνδέεται και συμπληρώνεται: καμιά φορά από ένα σιρκουί σε δημόσιο δρόμο… …   Dictionary of Greek

  • μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… …   Dictionary of Greek

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… …   Dictionary of Greek

  • Καυσοκαλύβια — Συγκρότημα από 39 καλύβια (σκήτες) στα Ν της μονής της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Ιδρυτής τους θεωρείται ο όσιος Μάξιμος από τη Λάμψακο, που έζησε στις αρχές του 14ου αι. Ο Μάξιμος, επιθυμώντας να υποβάλλει τον εαυτό σε δοκιμασίες, έκαιγε… …   Dictionary of Greek

  • Ναγκάντα ή Νακάντα — Συγκρότημα ερείπιων της Χαλκολιθικής εποχής (4ης χιλιετίας π.Χ.) στην Άνω Αίγυπτο. Τα ερείπια βρίσκονται στην αριστερή όχθη του Νείλου, στα Β του Λούξορ. Πρόκειται για νεκρόπολη με περισσότερους από 2.100 τάφους και δύο οικισμούς. Αναφέρονται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»