-
1 συγκρότημα
[сингротима] ουσ. о. соединение, группирка, агрегат.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγκρότημα
-
2 группа
1. (совокупность чего-л., объединённых общим признаком, свойством и т.п. совокупность лиц связанных общей целью идеей и т.п.)η ομάδαсиловая - ав. το συγκρότημα ισχύος2. муз. το συγκρότημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > группа
-
3 объект
объект м 1) το αντικείμενο 2) (предприятие и т. л.) το συγκρότημα· промышленный \объект το βιομηχανικό συγκρότημα* * *м1) το αντικείμενο2) (предприятие и т. п.) το συγκρότημαпромы́шленный объе́кт — το βιομηχανικό συγκρότημα
-
4 комбинат
-а α.κομπινάτ, συγκρότημα εργοστασίων•химический комбинат χημικό συγκρότημα•
мясомолочный комбинат συγκρότημα σφαγείων και γαλακτερών.
|| ένωση (για εκπαιδ. τεχνικά ιδρύματα)•учебный комбинат ένωση εκπαιδευτικών τεχνικών ιδρ υ μάτων.
-
5 труппа
-ы θ.θίασος• θεατρικό συγκρότημα•оперная труппа συγκρότημα μελοδράματος•
ба-лтная труппа συγκρότημα μπαλέτου.
-
6 узел /
1. маш. το τμήμαη μονάδα, το συγκρότημα· * комплектующие - лы - τα από τα οποία αποτελείται ένα σύστημα ή το σύνολο μιας μηχανής2. (затянутая петля, место где связаны концы чего-л.) оκόμποςморской - (способ завязывания каната) ναυτικός - (τρόπος δέσεως σχοινιών)З. физ. о κόμβος4. (дорог, путей, рек ит.п.) о κόμβος, το σημείο διασταύρωσης(δρόμωνοδώνποταμών κ.λπ.)5. (сборочный) η υπομονάδα,το στοιχείοсварной - το ηλεκτρο(συγ)κολ-λημένο στοιχείο/σημείο6. (совокупностьсооружений, механизмов и т.п., расположенных в одном месте и связанных междусобой общностью назначения) το συγκρότημα 7. анат. το γάγγλι/οлимфатические-лы τα λεμφογάγγλια, ο λεμφαδένας8. бот. о ρόζος. II.(мера скорости судна, исчисляемая числом морских миль, пройденных в час) о κόμβος (1.852,2 χιλιόμετρα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узел /
-
7 ансамбль
ансамбль м 1) το σύνολο* * *м1) το σύνολοархитектурный анса́мбль — το αρχιτεκτονικό σύνολο
2) το συγκρότημαанса́мбль пе́сни и пля́ски — το συγκρότημα λαϊκών τραγουδιών και χορού
-
8 мемориал
-
9 труппа
-
10 самодеятельность
самодеятельностьж1. ἡ αὐτενέργεια, ἡ πρωτοβουλία·2. (художественная) τό ἐρασιτεχνικό (или τό καλλιτεχνικό) συγκρότημα:кружок \самодеятельностьости τό καλλιτεχνικό συγκρότημα. -
11 группа
-ы θ.ομάδα, γκρουπ• παρέα. || άθροισμα, σύναγμα. || συγκρότημα•артиллврййс-кая группа συγκρότημα πυροβολικού.
|| όμιλος. -
12 агрегат
1. тех. η μονάδα, το συγκρότημα (μηχανών)преобразовательный эл. - μετασχηματισμούпусковой ав. - εκκίνησης2. мин. το πρόσμειγμαη σύσταση (του ορυκτού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрегат
-
13 ансамбль
1. арх. το σύνολο 2. муз. (группа) το συγκρότημα, (музыкальное произведение) το ανσάμπλ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ансамбль
-
14 блок
I.1.(механизм в форме колеса с жёлобом по окружности) о τρόχιλος, ο μακα-ράς, η τροχαλία* вертлюжный - στρεπτός -верхний - талей оттяжки мор. άνω - αντη-ρίδων2. (узел машины) το συγκρότημα ή μέρος της μηχανήςрезервный - см. запасной -3. стр. о ογκόλιθοςдоковый мор. - βάθρωνскуловой мор. - στα κυρτά μέρη της γάστραςII.(объединение партий, государств и т.д.) о συνασπισμός, η ένωση, το μπλοκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок
-
15 блок-светофор
το συγκρότημα φωτεινού σηματοδότη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок-светофор
-
16 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
17 дубль-блок
το συγκρότημα των δύο λεβήτων και ενός στροβίλου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дубль-блок
-
18 комбайн
η μηχανή των σύνθετων εργασιώντο κομπάιν (ξεν.)кукурузоуборочный - συλλεκτική - του αραβόσιτου/καλαμποκιού(ξεν.)кухонный - το συγκρότημα τωνοικιακών συσκευών της κουζίνας, разг. τοπολυμίξερ (ξεν.)силосоуборочный - του σανού(ξεν.)угольный - του άνθρακα/κάρβουνου(των ορυχείων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комбайн
-
19 комбинат
το (εργοστασιακό) συγκρότημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > комбинат
-
20 комплекс
1. мат. το σύμπλεγμα των καμπυλών 2. (совокупность производственных зданий и т.п.) το συγκρότημα 3. (совокупность, сочетание) το σύνολο, το σύνολο των μέσωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > комплекс
См. также в других словарях:
συγκρότημα — organization neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρότημα — το, ΝΜΑ [συγκροτῶ] άθροισμα πραγμάτων σε μεθοδική διάταξη νεοελλ. 1. σύνολο, ιδίως κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη ολότητα («οικοδομικό συγκρότημα») 2. σύνολο βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο κέντρο… … Dictionary of Greek
συγκρότημα — το 1. σύνολο πραγμάτων που βρίσκονται σε κανονική διάταξη: Κοντά στη θάλασσα υψώθηκε ένα σύγχρονο ξενοδοχειακό συγκρότημα. 2. ομάδα ατόμων με καθορισμένους σκοπούς: Στη γιορτή του κόμματος εμφανίστηκαν λαϊκά μουσικά συγκροτήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
αυτοκινητοδρόμιο — Συγκρότημα μόνιμων εγκαταστάσεων, που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη διεξαγωγή αγώνων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Το α. αποτελείται από έναν στίβο (πίστα), που συνδέεται και συμπληρώνεται: καμιά φορά από ένα σιρκουί σε δημόσιο δρόμο… … Dictionary of Greek
μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… … Dictionary of Greek
πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
Καυσοκαλύβια — Συγκρότημα από 39 καλύβια (σκήτες) στα Ν της μονής της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Ιδρυτής τους θεωρείται ο όσιος Μάξιμος από τη Λάμψακο, που έζησε στις αρχές του 14ου αι. Ο Μάξιμος, επιθυμώντας να υποβάλλει τον εαυτό σε δοκιμασίες, έκαιγε… … Dictionary of Greek
Ναγκάντα ή Νακάντα — Συγκρότημα ερείπιων της Χαλκολιθικής εποχής (4ης χιλιετίας π.Χ.) στην Άνω Αίγυπτο. Τα ερείπια βρίσκονται στην αριστερή όχθη του Νείλου, στα Β του Λούξορ. Πρόκειται για νεκρόπολη με περισσότερους από 2.100 τάφους και δύο οικισμούς. Αναφέρονται… … Dictionary of Greek